- ἔκραγον
- κράζωcroakaor ind act 3rd plκράζωcroakaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακραγής — ἀκραγής, ὲς (Α) 1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει 2. φρ. «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔκραγον, κράζω] … Dictionary of Greek
κρίζω — (Α) 1. τρίζω 2. (για πρόσ.) κραυγάζω, ξεφωνίζω («ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες», Αριστοφ.) 3. (στους Βοιωτούς) γελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κρίζω ανάγεται σε ονοματοποιία και εμφανίζει ρηματ. τύπους αντίστοιχους με εκείνους τού κράζω: ἔκριγον ἔκραγον,… … Dictionary of Greek
ker-1, kor-, kr- — ker 1, kor , kr English meaning: a kind of sound (hoarse shrieking, etc..), *crane Deutsche Übersetzung: ‘schallnachahmung for heisere, rauhe Töne, solche Tierstimmen and die sie ausstoßenden Tiere” Note: Root ker 1, kor , kr : “a … Proto-Indo-European etymological dictionary